χρεώγραφο

χρεώγραφο
και χρεόγραφο, το, Ν
(νομ.-οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή τού κομιστή, απόδειξη τής οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες
2. φρ. «δημόσια χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το δημόσιο και είναι συνήθως ομόλογα
β) «ανώνυμο χρεώγραφο»
(νομ.-οικον.) χρεώγραφο που περιέχει υπόσχεση παροχής τού εκδότη-υπογραφέα προς τον κομιστή, ο οποίος αποκτά απαίτηση κατά τού εκδότη από το γεγονός και μόνο ότι είναι κάτοχος τού εγγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + -γραφο, ουδ. τού -γράφος* (πρβλ. χειρό-γραφο). Η λ., στον λόγιο τ. χρεώγραφον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • τοκομερίδιο — το, Ν απόδειξη προσαρτημένη σε ανώνυμο χρεώγραφο το οποίο παρέχει στον κομιστή το δικαίωμα είσπραξης τού τόκου που αντιπροσωπεύει η απόδειξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + μερίδιο. Η λ., στον πληθ. τοκομερίδια, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • χρεόγραφο — το, Ν βλ. χρεώγραφο …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”